αφρούρητος

αφρούρητος
-η, -ο (AM ἀφρούρητος, -ον)
αυτός που δεν φρουρείται ή δεν επιτηρείται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀφρούρητος — unguarded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφρούρητος — η, ο επίρρ. α αφύλαχτος: Μια μεριά μονάχα, η πιο απλησίαστη, είχε μείνει αφρούρητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφρούρητον — ἀφρούρητος unguarded masc/fem acc sg ἀφρούρητος unguarded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφρουρήτοις — ἀφρούρητος unguarded masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφρουρήτους — ἀφρούρητος unguarded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφρουρήτων — ἀφρούρητος unguarded masc/fem/neut gen pl ἀφρουρέω leave unguarded pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀφρουρέω leave unguarded pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφρουρήτῳ — ἀφρούρητος unguarded masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφρούρητα — ἀφρούρητος unguarded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφρούρητοι — ἀφρούρητος unguarded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφρακτος — και χτος, η, ο (AM ἄφρακτος, ον, Α και ἄφαρκτος, ον) απερίφρακτος, ξέφραγος αρχ. 1. ανοχύρωτος, αφρούρητος, αφύλαχτος 2. (για άλογα ή ιππείς) αυτός που δεν έχει αρματωθεί 3. ασυγκράτητος 4. (για ανθρώπους) αυτός που δεν περιστοιχίζεται ή δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”